- περίαυλος
- ὁ, Απερίαυλον*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περίαυλον κατά τα αρσ. σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek